- προσαρτώ
- προσαρτάω μετ.1) аннексировать; 2) присоединять (к чему-л.); 3) привязывать, прикреплять (к чему-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσαρτώ — προσαρτῶ, άω, ΝΑ προσδένω ή συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συνάπτω, προσκολλώ («τοὺς ἐγχωρίους μόλυβδον πρὸς τοῑς ὀϊστοῑς προσαρτῶντας τοξεύοντας καταβάλλειν», Αριστοτ.) νεοελλ. καθιστώ μία περιοχή τμήμα τού κράτους μου, κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους… … Dictionary of Greek
προσαρτώ — προσαρτώ, προσάρτησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσαρτώ — προσάρτησα, προσαρτήθηκα, προσαρτημένος, ενώνω, παίρνω ένα μέρος και το προσκολλώ σε άλλο, κάνω μια χώρα τμήμα του κράτους μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσαρτίζω — Μ προσαρτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρτῶ, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
αναρτώ — (Α ἀναρτῶ, άω) κρεμώ κάτι, στηρίζω κάτι κάπου αρχ. μτφ. 1. εξαρτώ κάτι από κάπου 2. προσηλώνω 3. (μέσ., ώμαι) α. (για εδάφη) προσαρτώ, υποτάσσω σε κάποιον β. κάνω κάποιον να προσκολληθεί, να ενδιαφερθεί για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρτώ… … Dictionary of Greek
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek
εναραρίσκω — ἐναραρίσκω (Α) εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.) … Dictionary of Greek
εναφάπτω — ἐναφάπτω και ιων. τ. ἐνάπτω (Α) 1. αγγίζω ελαφρά, θίγω 2. δένω, προσδένω, προσαρτώ σε κάτι … Dictionary of Greek
ενηλώ — (Α ἐνηλῶ, όω) [ηλώ] καθηλώνω, καρφώνω, στερεώνω, προσαρτώ κάτι … Dictionary of Greek
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek
επισυνάπτω — (AM ἐπισυνάπτω) [συνάπτω] προσθέτω, συνάπτω σε κάτι νεοελλ. 1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο 2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ.… … Dictionary of Greek